- ἀγλαότῑμος
- ἀγλαό-τῑμος, herrlich, geehrt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αγλαότιμος — ἀγλαότιμος, ον (Α) αυτός που τιμάται μεταλοπρεπώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + τιμή] … Dictionary of Greek
ἀγλαότιμος — splendidly honoured masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλαότιμον — ἀγλαότιμος splendidly honoured masc/fem acc sg ἀγλαότιμος splendidly honoured neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλαότιμε — ἀγλαότιμος splendidly honoured masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλαότιμοι — ἀγλαότιμος splendidly honoured masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… … Dictionary of Greek